Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολπικοί — μολπικοί, οἱ (Α) [μολπός] οι μολποί, δηλαδή αυτοί που ανήκαν σε συντεχνία μουσικών, υμνωδοί, αοιδοί … Dictionary of Greek