μολπικοί

μολπικοί
μολπ-ικοί, οἱ,
A = μολποί, Milet.7p.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μολπικοί — μολπικοί, οἱ (Α) [μολπός] οι μολποί, δηλαδή αυτοί που ανήκαν σε συντεχνία μουσικών, υμνωδοί, αοιδοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”